νεροκουβαλητής

νεροκουβαλητής
ο
θηλ. -ήτρα
1. αυτός που έχει ως επάγγελμα να κουβαλά νερό.
2. μτφ., υπηρέτης ή μέλος ομάδας για βοηθητικές υπηρεσίες: Ένας διευθύνειτο εργοστάσιο, οι άλλοι είναι νεροκουβαλητές.
3. το θηλ. ως ουσ., νεροκουβαλήτρα πλοίο του ναυτικού για τη μεταφορά νερού, υδροφόρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νεροκουβαλητής — ο, θηλ. νεροκουβαλήτρα (Μ νεροκουβαλητής) αυτός που έχει ως επάγγελμα τη μεταφορά και πώληση νερού νεοελλ. 1. αυτός που κάνει βοηθητικές εργασίες υπηρετώντας κάποιον με δουλικό τρόπο 2. το θηλ. υδροφόρο πλοίο …   Dictionary of Greek

  • νερ(ο)- — (Μ νερ[ο] ) α συνθετικό πολλών μεσαιωνικών και νεοελληνικών λέξεων που αναφέρονται στο νερό: α) ως μέσο (πρβλ. νερό βραστος, νερο μπογιά, νερόκρασο) β) ως περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. νερο χελώνα, νερο… …   Dictionary of Greek

  • νερουλάς — ο, θηλ. νερουλού μεταφορέας και πωλητής νερού, νεροκουβαλητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + κατάλ. ουλάς, που δηλώνει επάγγελμα (πρβλ. αβγουλάς)] …   Dictionary of Greek

  • νεροφόρος — ο, η (Μ νεροφόρος) 1. αυτός που μεταφέρει νερό, νεροκουβαλητής, νερουλάς 2. δοχείο νερού για λούσιμο ή για πλύσιμο μσν. αυτός που ασχολείται με το πότισμα κήπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • υδροφόρος — α, ο / ὑδροφόρος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει ή μεταφέρει νερό ή αυτός με τον οποίο μεταφέρεται νερό (α. «υδροφόρος σωλήνας» β. «τὸν ὑδροφόρον ὄνον», Μηναί. γ. «ὑδροφόρον κόρην», Πλούτ.) 2. (το αρσ. και στην αρχ. μόνον το θηλ. ως ουσ.) ὁ υδροφόρος και …   Dictionary of Greek

  • Τέιλορ, Tζον — I (Taylor, 1580 – 1654). Άγγλος ποιητής. Καταγόταν από φτωχή οικογένεια και στην αρχή δούλευε ως νεροκουβαλητής. Αργότερα τον προσέλαβαν ως κλητήρα σε τράπεζα και μετά άνοιξε καπηλειό στα περίχωρα του Λονδίνου. Aπό μικρή ηλικία έγινε γνωστός για… …   Dictionary of Greek

  • νερουλάς — ο αυτός που κουβαλά ή πουλάει νερό, αλλ. νεροκουβαλητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υδροφόρος — α, ο 1. που μεταφέρει νερό, που μ΄ αυτόν μεταφέρεται νερό: Υδροφόρος σωλήνας. 2. το αρσ. ως ουσ., υδροφόρος αυτός που έχει ως επάγγελμα τη μεταφορά νερού, ο νεροκουβαλητής, ο νερουλάς. 3. το θηλ. ως ουσ., υδροφόρα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”