νεροκουβαλητής — ο, θηλ. νεροκουβαλήτρα (Μ νεροκουβαλητής) αυτός που έχει ως επάγγελμα τη μεταφορά και πώληση νερού νεοελλ. 1. αυτός που κάνει βοηθητικές εργασίες υπηρετώντας κάποιον με δουλικό τρόπο 2. το θηλ. υδροφόρο πλοίο … Dictionary of Greek
νερ(ο)- — (Μ νερ[ο] ) α συνθετικό πολλών μεσαιωνικών και νεοελληνικών λέξεων που αναφέρονται στο νερό: α) ως μέσο (πρβλ. νερό βραστος, νερο μπογιά, νερόκρασο) β) ως περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. νερο χελώνα, νερο… … Dictionary of Greek
νερουλάς — ο, θηλ. νερουλού μεταφορέας και πωλητής νερού, νεροκουβαλητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + κατάλ. ουλάς, που δηλώνει επάγγελμα (πρβλ. αβγουλάς)] … Dictionary of Greek
νεροφόρος — ο, η (Μ νεροφόρος) 1. αυτός που μεταφέρει νερό, νεροκουβαλητής, νερουλάς 2. δοχείο νερού για λούσιμο ή για πλύσιμο μσν. αυτός που ασχολείται με το πότισμα κήπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + φόρος*] … Dictionary of Greek
υδροφόρος — α, ο / ὑδροφόρος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει ή μεταφέρει νερό ή αυτός με τον οποίο μεταφέρεται νερό (α. «υδροφόρος σωλήνας» β. «τὸν ὑδροφόρον ὄνον», Μηναί. γ. «ὑδροφόρον κόρην», Πλούτ.) 2. (το αρσ. και στην αρχ. μόνον το θηλ. ως ουσ.) ὁ υδροφόρος και … Dictionary of Greek
Τέιλορ, Tζον — I (Taylor, 1580 – 1654). Άγγλος ποιητής. Καταγόταν από φτωχή οικογένεια και στην αρχή δούλευε ως νεροκουβαλητής. Αργότερα τον προσέλαβαν ως κλητήρα σε τράπεζα και μετά άνοιξε καπηλειό στα περίχωρα του Λονδίνου. Aπό μικρή ηλικία έγινε γνωστός για… … Dictionary of Greek
νερουλάς — ο αυτός που κουβαλά ή πουλάει νερό, αλλ. νεροκουβαλητής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υδροφόρος — α, ο 1. που μεταφέρει νερό, που μ΄ αυτόν μεταφέρεται νερό: Υδροφόρος σωλήνας. 2. το αρσ. ως ουσ., υδροφόρος αυτός που έχει ως επάγγελμα τη μεταφορά νερού, ο νεροκουβαλητής, ο νερουλάς. 3. το θηλ. ως ουσ., υδροφόρα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)